Τετάρτη 7 Απριλίου 2021

ΤΟ ΦΩΣ Σ’ ΑΥΤΗΝ ΕΔΩ ΤΗ ΞΕΡΑ ΔΕΝ ΕΞΟΙΚΕΙΩΝΕΤΑΙ ΕΥΚΟΛΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ (καθώς οι ΛΕΞΕΙΣ σβήσανε μες το σκοτάδι…):

 Οι λέξεις κύλησαν από το στόμα.   Σβήσανε μες το σκοτάδι

Κοιτάζεις την άλλη μεριά του σήμερα και

το άγαλμα του ποιητή σηκώνεται   ζεστό ακόμα, τινάζοντας το χώμα από πάνω του.

Τώρα κατεβαίνει τη σταδίου    γελώντας δυνατά.

(Οι αρχαιολόγοι – οι τυμβωρύχοι   το ’βαλαν στα πόδια βρίζοντας)

 

Το φως εδώ στο ξέφωτο   δαγκώνει όποιον δε γνωρίζει.

Το ξέφωτο είναι τετράγωνο   με γυαλί αλεξίσφαιρο γύρω.

-Είναι μ’ άλλα λόγια παγίδα -

Η τρομαγμένη σου φωνή    πέφτει νόμισμα σε καλντερίμι.

Το φως σ’ αυτήν εδώ τη ξέρα   δεν εξοικειώνεται εύκολα με τον άνθρωπο.

[ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ 1972 και Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟ ΦΩΣ, δυο ποιήματα από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΤΑ ΑΠΡΟΟΠΤΑ 1975  –κι άλλα ποιήματα από την ίδια συλλογή, την οποία προλογίζει το μότο: «Να ’στε ενοχλητικοί, να ’στε άμμος, όχι το λάδι στα γρανάζια του κόσμου» Gunter Eich]

 


Η ΣΚΑΛΑ (από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΤΑ ΑΠΡΟΟΠΤΑ 1975)

Όπως κατεβαίνεις σκάλα βαθιά

που τρίζει και το σκοτάδι

είναι υγρό και κολλάει πάνω σου

 

Άξαφνα   παραπατάς.   Γκρεμίζεσαι.

Γύρω πορτοκάλια, ρολόγια κι άλλα

είδη καθημερινής χρήσεως.

 

Ανάβουν φώτα και φωνές   από διάφορες μνήμες.

 

Μακριά ακούγεται σειρήνα.

 

Βέβαια δεν έρχεται κανείς.

 

ΟΝΕΙΡΟ ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ

-Πόσα μεσημέρια κοιμήθηκα μόνος

με το δέρμα μου -

 

Ξεκοιλιασμένες πόρτες και από κει   να περνούν λωρίδες κήπων

Στο βάθος μια κοπέλα μόλις διακρίνεται

μ’ ένα πνευστό όργανο παίζει το σιωπητήριο.

Ένας νεκρός πέφτει από τον ουρανό,

ελαφρός σαν πούπουλο.

Σκαλώνει στη στέγη.

 

«Τώρα τους θάβουνε βαθιά και βρέχει»

 

Βρέχει.

Σκούριασε το φως.

Σταμάτησε.

Μόλις που προλαβαίνει η κοπέλα   να καταπιεί το όργανο.

 

Σβήσανε όλα

 

Μια καμπάνα βαράει δαιμονισμένα.

 

(Μεσημέρι γεμάτο μελάνι και πέτρες)

(από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΤΑ ΑΠΡΟΟΠΤΑ 1975)

 

ΠΑΛΙ ΒΡΟΧΗ (από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΤΑ ΑΠΡΟΟΠΤΑ 1975)

Εδώ μέσα δεν βρέχει.

Ο ουρανός είναι καλά καρφωμένος.

 

Πίσω από την παραπάνω τελεία

σας κοιτάζω που κλέβετε στο ζύγι.

 

Αυτός που περνά τώρα,   φοράει το κεφάλι του για καπέλο.

 

Ο καιρός το γυρνάει πάλι στη βροχή.

Ο ουρανός μπάζει νερά.

 

Έπρεπε να χρησιμοποιήσω ανεξίτηλη μελάνη.

 

Θα μείνει ένα στεγνό τραγούδι   να σας τρομάζει

 

 

ΤΟΠΙΟ

Το τοπίο ήτανε πολύ ειδυλλιακό.

Μου χάιδευες το σκοτωμένο μου χέρι.

Το μαύρο χρύσιζε στον ορίζοντα   όλο υποσχέσεις .

 

Η πόλη μαγκωμένη στην ομίχλη

κρεμότανε άδειο τσουβάλι.

 

Νύχτα στο μισοφαγωμένο κήπο

του πασά, μ’ ένα φακό γυρεύαμε    πεταλούδες

(από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΤΑ ΑΠΡΟΟΠΤΑ 1975)

 

 

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ (από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΤΑ ΑΠΡΟΟΠΤΑ 1975)

Το παντελόνι μου έκανε γόνατα

έκανε φωλιές για τις κλειστές Κυριακές

χωρίς ήλιους, μόνο τσιγάρο και ψωμί.

 

Οι κάλτσες σου στο πάτωμα

δεν είναι βέβαια πουλιά, αλλά ένα

ζευγάρι κάλτσες και όπως τις γυρίζεις

από την καλή για να τις φορέσεις

φέρνεις αναστάτωση στους κρατούντες.

 

ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

Απόψε δεν γράφονται ποιήματα .

 

Ο τρελός ξέφυγε μ’ ένα όπλο   και ρίχνει στο ψαχνό.

Όλα τον δείχνουν – αλλά   κανείς δεν βλέπει.

 

Τρέχω – τρέχουμε.

Σκοντάφτω στον εαυτό μου.

 

Ο ποιητής παριστάνει    το οπωροφόρο δένδρο

για να γλιτώσει τον ξυλοκόπο.

(από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΤΑ ΑΠΡΟΟΠΤΑ 1975)

 

 

Η ΟΥΣΙΑ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ (από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΤΑ ΑΠΡΟΟΠΤΑ 1975)

Μισοφωτισμένοι διάδρομοι.

Χτισμένες πόρτες.

Κυνηγάς έναν άνθρωπο για να μιλήσεις.

Τσαλαβουτάς στα νερά.

Σκοντάφτεις σε δεμένα χέρια.

Ανάβουν εκατομμύρια φώτα   πάνω απ’ το κεφάλι σου.

Σβήνουν.

Μετά σημαδεύουν τον πλαϊνό σου

και πέφτουν πάνω σου σαν κοράκια.

Ένας τρίτος προσπαθεί να κλάψει.

……………………………….

Βέβαια ωραία είναι η φιλοσοφία

και τα καλοβαλμένα πάρκα, ακόμη και οι αρχαιότητες

-δε λέω - αλλά εδώ η ζωή βρίσκεται στα τελευταία της.

Όπως χάνεται μια λίμνη όσο προχωρούν τα αποξηραντικά έργα.

 

Και άρχισε να μας σκεπάζει ένα βουβό

λευκό χρώμα, σκληρό σαν πέτρα.

 

ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ή ΤΟ ΧΕΡΙ ΜΟΥ ΤΟΝ ΑΠΡΙΛΙΟ

Η προέκταση του χεριού μου   είναι ένα άηχο μεσημέρι.

Μπορείς να πεις ακόμη:

πέτρα πεταμένη στα χόρτα.

 

Το κυρίως χέρι μου όμως

χωρίς μεταφυσικές είναι

μια κάθετη γραμμή στο σώμα σου,

που φορές γίνεται και θαυμαστικό.

 

Το φαντάζομαι κομμένο σύρριζα

κάτω από μια γέφυρα σκεπασμένο μύγες

να ’χει ξεχάσει πώς ανοίγει η πόρτα.

 

Οι ωραιότερες στιγμές του   παραμένουν,

όταν κοιμάται ακουμπισμένο   σε γόνατο.

Ξαφνιάζεται όμως απότομα,

πετάγεται και τρέχει   γαβγίζοντας άγρια.

(από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΤΑ ΑΠΡΟΟΠΤΑ 1975)

 

 

ΧΩΡΙΣ ΧΡΟΝΙΚΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ (από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΤΑ ΑΠΡΟΟΠΤΑ 1975)

Άρχισε να μυρίζει το σκοτωμένο απόγευμα.

Μύριζε και το καλοκαιράκι.

Διαμπερές τραύμα ο ήλιος    και ούτε συζήτηση για την αγάπη μου.

Έχω ένα κενό στη μνήμη μου.

Ένα χωράφι, ας πούμε, και κει βρίσκονται    τα πιο περίεργα πράγματα.

Άδειες κονσέρβες, μέχρι όνειρα.

 

Κατά τα άλλα ζω κανονικά.

 

Μόνο που μερικές φορές ο φόβος,

αυτό το κατοικίδιο ζώο

μπερδεύεται στα πόδια μου τρίζοντας.

 

 

ΤΑΙΝΙΑ ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ ΣΧΕΔΟΝ ΒΟΥΒΗ

Η κάφτρα του τσιγάρου μου φωτίζει το άδειο σας κεφάλι.   Ενοχλείστε βέβαια.   – Αλλά έχετε το κεφάλι σας ήσυχο και άδειο -   Τώρα θα μου πεις:   Τι κάθεσαι και τα γράφεις;   Όπως λέει κι ο φίλος μου:   «Αυτή η λαχτάρα για τη μουσική και γενικότερα   οτιδήποτε ωραίο δεν πάει σε άλλο τετράγωνο»   Απέραντη πρασινάδα.   Μετά θάλασσα.   Μάτια.   Μετά ξέρα.   Ο τροχός που γυρίζει.   Θα πείτε – δεν ξέρω τίποτα.   Θα φωνάξετε – πού είναι το πράσινο;   Μετά ξέρα.   Ξέρα   και ο τροχός σε κάνει κιμά   στο άψε σβήσε.   [από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΤΑ ΑΠΡΟΟΠΤΑ 1975]

Πέμπτη, 8 Απριλίου 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ